χιλιοστόγραμμο(ν)

χιλιοστόγραμμο(ν)
το миллиграмм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χιλιοστόγραμμο(ν)" в других словарях:

  • χιλιοστόγραμμο — το, Ν μετρολ. μετρική μονάδα βάρους ίση προς το ένα χιλιοστό τού γραμμαρίου, κν. μιλιγκράμ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. milligram < milli (βλ. μίλι ), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το αντίστοιχο χιλιοστο , + gram (<… …   Dictionary of Greek

  • χιλιοστόγραμμο — το μονάδα βάρους ίση με το χιλιοστό του γραμμαρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιλιγκράμ — το μετρολ. μονάδα μάζας, με σύμβολο mg, η οποία είναι γνωστή και ως χιλιοστόγραμμο και ισούται προς το ένα χιλιοστό τού γραμμαρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] …   Dictionary of Greek

  • κιλό ή χιλιόγραμμο — (kilo). Διεθνής μονάδα μέτρησης μάζας και βάρους. Υποδιαιρείται σε 1.000 γραμμάρια και συμβολίζεται διεθνώς με kg. Παλαιότερα, το χιλιόγραμμο οριζόταν ως η μάζα μιας κυβικής παλάμης (ή ενός λίτρου) αποσταγμένου ύδατος, θερμοκρασίας 4°C. Σήμερα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»